υπερφρονώ

υπερφρονώ
(ε) αμετ. быть слишком высокого мнения о себе; быть заносчивым, надменным, высокомерным

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπερφρονώ" в других словарях:

  • υπερφρονώ — έω, ΜΑ [ὑπέρφρων, ονος] 1. λόγω τής αλαζονείας μου δεν δίνω αρκετή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ (α. «θεοῡ λόγος... οὐδὲ τὸ οἰκετικὸν γένος ὑπερφρονῶν τῆς κλήσεως», Ευσ. β. «ὑπερφρονήσας τὸν παρόντα δαίμονα», Αισχύλ.) 2. υπερέχω, ξεπερνώ… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερφρονῶ — ὑπερφρονέω to be over proud pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερφρονέω to be over proud pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπερφρονέω to be over proud pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερφρονέω to be over proud pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερφρονητής — ὁ, Μ [ὑπερφρονῶ] αυτός που περιφρονεί κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • υπερφρόνησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [ὑπερφρονῶ] περιφρόνηση, καταφρόνηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»